убаюкивать - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

убаюкивать - translation to πορτογαλικά


убаюкивать      
embalar (embair) com promessas ; tapear com promessas (fam) (Bras.)
fazer nana      
убаюкивать
fazer nana      
убаюкивать

Ορισμός

убаюкивать
УБА'ЮКИВАТЬ, убаюкиваю, убаюкиваешь, ·несовер.убаюкать
), кого-что.
1. Укачивая и напевая, заставлять уснуть; ·срн. баю
. Убаюкивать ребенка.
| перен. Нагонять дремоту, усыплять. Морская качка убаюкивает.
2. перен. Успокаивать, скрывая неприятное, опасное (·неод. ). "...Не убаюкивать надо партию, - а развивать в ней бдительность..." Сталин (Отчетный доклад XVIII съезду партии).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για убаюкивать
1. Слово должно убаюкивать, умиротворять, очаровывать.
2. Зачем вводить в заблуждение и убаюкивать вымирающий народ?
3. Благополучные вроде бы цифры статистики не должны никого убаюкивать.
4. Но ученые не склонны убаюкивать себя рассказами про космические дали.
5. Фото: - По традиции спокойствие и романтика недолго будут убаюкивать зрителей.